κυτιδίνη

κυτιδίνη
η
(βιοχ.) νουκλεοζίτης που προκύπτει από τη συμπύκνωση τής κυτοσίνης και τής ριβόζης και αποτελεί βασικό συστατικό τών νουκλεϊκών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cytidine < cyt(o)- (< κύτος «κοιλότητα») + -idine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυτιδυλικός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κυτιδυλικό οξύ» νουκλεοτίδιο που αποτελεί μονοφωσφορικό εστέρα τής κυτιδίνης στο πέμπτο άτομο άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cytidylic (acid «οξύ») < cytidine «κυτιδίνη»] …   Dictionary of Greek

  • κυτοσίνη — Βάση πυριμιδίνης, η οποία αποτελεί έναν από τους πέντε δομικούς λίθους των νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA) όλων των ζωντανών οργανισμών. Συμβολίζεται με C και ο χημικός της τύπος είναι C4H5N3O. H κ. ανακαλύφθηκε το 1894, οπότε απομονώθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”